- ἰτεόφυλλος
- ἰτεόφυλλος [ῑ], ον,A decorated with a pattern of willow-leaves,
φιάλη Annuario 4
/5.463 (Halic., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιάλη Annuario 4
/5.463 (Halic., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιτεόφυλλος — ἰτεόφυλλος, ον (Α) επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθό φυλλος, ριζό φυλλος] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek